ἐκτομάς

ἐκτομάς
ἐκτομ-άς, άδος, ,
A wicket-gate, Aen.Tact. 24.5, Stud.Pal.20.211.9.
II = περικεφαλαία, Hsch.
III a kind of spear (nisi leg. ἐκτομάδια), Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκτομάς — ἐκτομάς, η (Α) 1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη 2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐκτομάς — wicket gate fem nom sg ἐκτομά̱ς , ἐκτομή cutting out fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτομάδα — ἐκτομάς wicket gate fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”